- διαυγέστατος
- διαυγήςtranslucentmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολοκάθαρος — η, ο (Μ ὁλοκάθαρος, ον) εντελώς καθαρός, κατακάθαρος, πεντακάθαρος νεοελλ. 1. διαυγέστατος 2. σαφέστατος («ολοκάθαρο νόημα») 3. τιμιότατος, αγνότατος … Dictionary of Greek
ԱԿԱՆԱԿԻՏ — ( ) NBH 1 0022 Chronological Sequence: 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 14c ա. Վճիտ եւ մաքուր՝ փայլուն իբրեւ զականս. կամ պայծառ իբր յաղբերականց կիտեալ. յստակ. անխառն. զուտ, փայլուն .... ըստ յն. լուսանշոյլ կամ յստակափայլ. διαυγής, διαυγέστατος pellucidus … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)